Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Η ιστορία του Μαρκ...

Ο Μαρκ είχε γεννηθεί με μία πολύ σοβαρή ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήματος. Ένα σύνδρομο ανεπάρκειας της άμυνας του οργανισμού, που κάποια γενετική αλλοίωση του είχε φορτώσει για πάντα. Τα παιδιά που γεννιούνται με αυτή τη βαριά ανωμαλία - πολύ σπάνια ευτυχώς - έχουν πολύ λίγες πιθανότητες επιβίωσης ή τουλάχιστον είχαν, όταν ο Μαρκ ήρθε στον κόσμο. Δεδομένης της ανικανότητας να παραχθούν αντισώματα, οποιαδήποτε μόλυνση μπορούσε να τον αποτελειώσει σε λίγες εβδομάδες, όσο συνηθισμένη και αν ήταν για ένα κανονικό άνθρωπο. Η μόνη λύση ήταν να δημιουργηθεί γύρω του ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπου ο Μαρκ θα μπορούσε να ζει ελπίζοντας πως η επιστήμη θα ανακάλυπτε μία άλλη λύση για το πρόβλημά του. Γιος ενός αυστηρού αγροτικού γιατρού και μιας δασκάλας, ο Μαρκ είχε την ευκαιρία να επιβιώσει τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας χάρη στις οικονομικές προσπάθειες των γονιών του, χάρη στο δικό του θάρρος και, κυρίως, χάρη στην αποκλειστική αφοσίωση της μητέρας του. Ζώντας σε μια κρεβατοκάμαρα και ένα γραφείο μ΄ ένα μπάνιο ανάμεσά τους και απομονωμένος από το υπόλοιπο σπίτι και τον κόσμο, με ερμητικά κλειστές πλαστικές κουρτίνες, τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του δεχόταν μετρημένες επισκέψεις στον ιδιωτικό και προστατευμένο χώρο του. Κατά τη δειάρκεια αυτών των είκοσι χρόνων, ο Μαρκ είχε μάθει ότι ήξερε από τα αυστηρά και μεθοδικά μαθήματα της μητέρας του, τις εις βάθος συζητήσεις μαζί της, από τα λίγα βιβλία που έφταναν στα χέρια του (καινούργια, καθαρά και αποστειρωμένα) και από τα λίγα που έβλεπε στην τηλεόραση. Εκτός από αυτά, ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας ήταν γράμματα, φωτογραφίες και κάποιες  συζητήσεις από το τηλέφωνο με την υπόλοιπη οικογένεια. Ήταν η μέρα που συμπλήρωσε τα εικοσίενα του, όταν ζήτησε από την μητέρα του να αλλάξει και να μπει στο δωμάτιό του. Ήθελε να της μιλήσει.
- ''Μαμά,'' της είπε ήρεμα, ''έχω πάρει μια απόφαση. Θα ταξιδέψω …''
Η μητέρα παρέλυσε όταν άκουσε το γιο της. Βγαίνοντας από το αποστειρωμένο περιβάλλον του δωματίου έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του. Πράγματι, η μοναδική φορά που είχε εγκαταλείψει το δωμάτιο ήταν όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του και, παρά τις προφυλάξεις που είχε πάρει, ένας ιός γρίπης που έφτασε στο σώμα του παραλίγο να τον σκοτώσει. Για δύο εβδομάδες κανείς από την ομάδα των γιατρών που τον παρακολουθούσαν - ούτε ο ίδιος ο Δρ. Σκόρο - δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι θα ξεπερνούσε τον κίνδυνο.
- ''Γιε μου,'' του είπε στο τέλος, ''ξέρεις ότι δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Εγώ θα έδινα και τη ζωή μου, το ξέρεις, για να σου χάριζα αυτήν την δυνατότητα, αλλά είναι αδύνατον και λυπάμαι.''
- ''Κοίτα μαμά,'' είπε ο Μαρκ, ''είμαι είκοσι ενός. Κανείς με αυτήν την αρρώστια δεν έχει ξεπεράσει τα είκοσι έξι, και ας είχαν την ίδια ή καλύτερη φροντίδα από μένα. Υποτίθεται πως, αφού τελειώσει η ανάπτυξη, αρχίζει η προοδευτική και μη αναστρέψιμη φθορά στο συκώτι και τη σπλήνα. Εγώ δεν θέλω να πεθάνω μαμά. Αλλά λιγότερο θέλω να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχω δει τη Μόνα Λίζα. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να έχω πατήσει ποτέ την άμμο μιας παραλίας ή χωρίς  να έχω κάνει μπάνιο στη θάλασσα, και ας είναι μόνο για μια φορά. Δε θέλω να φύγω για πάντα χωρίς να έχω επισκεφτεί τη θεία Γερτρούδη και τη φάρμα της στην Καλιφόρνια. Δεν θα πεθάνω, μαμά, χωρίς να σε αγκαλιάσω και να αισθανθώ το μάγουλό σου πάνω στο δικό μου, χωρίς τίποτα ανάμεσά τους, και ας είναι μόνο για μια φορά …'' Η μητέρα έκλαιγε, αλλά του απάντησε.
- ''Η επιστήμη προοδεύει, Μαρκ. Ίσως σε μερικά χρόνια, αυτό που μέχρι σήμερα είναι ανίατο, να θεραπεύεται. Περίμενε λίγο ακόμα γιε μου …''
- ''Είμαι πρόθυμος να ακούσω τον Δρ. Σκόρο'', είπε ο Μαρκ. ''Αν αυτός πει πως υπάρχει κάτι νέο, αν μου δώσει κάποια εναλλακτική λύση, αν έχει κάποια πληροφορία που αγνοώ, θα ξανασκεφτώ τη στάση μου. Αλλά αν δεν είναι έτσι μαμά, εγώ θα βγω από τη φούσκα και θα ήθελα να πάω στην Ευρώπη μαζί σου, και στην παραλία και στη φάρμα της αδελφής σου. Βέβαια, αν δεν θες να γίνεις συνεργός μου, μπορώ να το καταλάβω και θα το κάνω όπως και να έχει, ακόμα και μόνος …''
Ούτε ο Δρ. Σκόρο συμφωνούσε με την απόφαση του Μαρκ. Του είπε πως, αν εκτεθεί στον έξω κόσμο, θα επιβιώσει έξι, το πολύ οχτώ μήνες, αλλά όχι παραπάνω. Φυσικά, - δεν ήταν διατεθιμένος να πει ψέμματα - από ιατρικά νέα δεν είχε τίποτα.
Μπροστά στην αμετάκλητη απόφαση του Μαρκ, η μητέρα αποφάσισε να τον συνοδέψει στην τελευταία του περιπέτεια. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα θαύμαζαν, απολαμβάνοντας κρασί, τα γλυπτά του Λούβρου, τους πίνακες του Πράδο, τα αρχαία της Ελλάδας και τις πλατείες της Ρώμης. Από εκεί πέταξαν για Καλιφόρνια. Ο Μαρκ έλεγε πως δεν υπήρχε και τόσος χρόνος και είχε πολλά να κάνει. Η οικογένεια με χαρά συνόδεψε το Μαρκ στην πρώτη του ανάβαση σε άλογο, του έδειξαν πως να αρμέγει τις αγελάδες και μοιράστηκαν με την μητέρα και το γιο τη στιγμή που ο Μαρκ έκλαψε από συγκίνηση μπροστά στην απεραντοσύνη του ωκεανού.
Πήγαιναν τέσσερις μήνες που έλειπαν από το σπίτι, όταν λίγα δέκατα πυρετού συννέφιασαν τη χαρά όλων. Η μητέρα ζήτησε από το Μαρκ να γυρίσουν στην πόλη και να επισκεφτούν το Δρ. Σκόρο, και έτσι έκαναν.
Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτα το αναπάντεχο. Ένα κρύωμα δεν θα ήταν επιπλοκή για κάποιον άλλο, αλλά ο  Μαρκ χρειαζόταν πάρα πολύ προσοχή. Η ιατρική ομάδα συνέστησε την επιστροφή στη μόνωση του πλαστικού, αλλά ο Μαρκ αρνήθηκε. Οι γιατροί μπόρεσαν μόνο να αποσπάσουν την υπόσχεση του ασθενή ότι θα ξεκουραζόταν στο σπίτι για μερικές εβδομάδες.
Ήταν μέρες μεγάλης αγωνίας για τη μητέρα του Μαρκ που αναρωτιόταν αν είχε κάνει λάθος. Θα έπρεπε να είχε εναντιωθεί με περισσότερη επιμονή? Ίσως τα σχέδιά του να ήταν μεγάλα λόγια, και χωρίς την παρέα της μαμάς του ο Μαρκ να μην είχε τολμήσει να κάνει το βήμα που τώρα απειλούσε να γίνει η τελευταία επιθυμία του.
- ''Μαμά'' φώναξε το παιδί από το κρεβάτι.
- ''Εδώ είμαι παιδί μου, χρειάζεσαι κάτι?''
- ''Αγκάλιασέ με'' της ζήτησε και, καθώς πίεζε το μάγουλό του πάνω στο δικό της, της είπε, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. ''Σε ευχαριστώ πολύ μαμά. Εγώ ξέρω πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να δεχτείς την απόφασή μου. Ο σεβασμός σου για μένα μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αγάπη με την οποία πάντα με φρόντιζες.''
- ''Ισως έπρεπε να είχα επιμείνει να μην πας…''
- ''Το έκανες μαμά…θα είχα πάει έτσι και αλλιώς, αλλά ασφαλώς δεν θα είχα περάσει τόσο καλά'' είπε ο Μαρκ χαμογελώντας.
Μετά από δύο εβδομάδες ξεκούρασης και μητρικής φροντίδας, τα φάρμακα έφεραν αποτέλεσμα και ο κίδυνος πέρασε. Ο Μαρκ σηκώθηκε από το κρεβάτι - στην αρχή με την άδεια να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι και μετά να κάνει σύντομες βόλτες στην πόλη.
Σε μία από τις πρώτες εξόδους του πήγε στο τεράστιο εμπορικό κέντρο κοντά στο σπίτι του. Σκόπευε να αγοράσει βιβλία για το Ισραήλ και την Αίγυπτο - τους επόμενους προορισμούς του, όπως είπε στην μητέρα του. Περνώντας από το δισκάδικο σκέφτηκε πως η μουσική αυτών των τόπων θα πρέπει να ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να πρωτογνωρίσει την κουλτούρα τους, και μπαίνοντας την είδε.
Ήταν μια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι, με τα μαλλιά γεμάτα μπούκλες, μελαχρινή και με δύο υπέροχα πράσινα μάτια. Σαν να τον τράβηξε μαγνήτης, την πλησίασε και έμεινε κοκαλωμένος να την κοιτάζει. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η κοπέλα τον ρώτησε:
- ''Μπορώ να σε βοηθήσω?''
Και αυτός σκέφτηκε να της πει…
- ''Ναι, πάμε να πιούμε κάτι. Πάμε να κάνουμε μια βόλτα. Άσε με να σε κοιτάζω για ώρες. Πες μου κάτι για σένα…''
Αλλά δεν μπόρεσε. Ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό του και, ξεροκαταπίνοντας, είπε μόνο:
- ''Θέλω αυτό το cd'' πήρε το πρώτο cd που βρήκε μπροστά του και το έδωσε στην πωλήτρια χωρίς καν να το κοιτάξει. Εκείνη χαμογέλασε παίρνοντας το cd και ρώτησε:
- ''Κάτι άλλο?''
Ο Μαρκ έχασε και αυτή τη δεύτερη ευκαιρία και, απλά, έγνεψε όχι με το κεφάλι. Ο κόμπος δεν τον άφηνε να μιλήσει. Η κοπέλα ρώτησε ακόμα:
- ''Είναι για δώρο?''
- ''Οχι, για μένα είναι''
- ''Θέλεις να στο τυλίξω έτσι και αλλιώς?''
-''Νννναι….'' ψέλλισε το παιδί, συνειδητοποιώντας πως αυτό του έδινε λίγο χρόνο παραπάνω. Ίσως σε εκείνα τα λεπτά…
Καθώς τύλιγε τη θήκη του cd, ο Μαρκ σκεφτόταν όλα όσα θα μπορούσε να της πει αλλά ήξερε ότι δεν θα τολμούσε.
Όταν βγήκε από το μαγαζί η μαμά του τον ρώτησε αν είχε βρει αυτό που έψαχνε και ο Μαρκ της απάντησε αινιγματικά:
- ''Ναι, υποθέτω πως ναι''
Όταν έφτασαν στο σπίτι, διηγήθηκε στη μητέρα του όλο το συμβάν και έβρισε τον εαυτό του που δεν είχε τολμήσει να πει τίποτα. Η μητέρα του τον ηρέμησε λέγοντάς του πως μπορούσε να ξαναπάει στο μαγαζί την επόμενη εβδομάδα και να βρει το θάρρος να της προτείνει να βγούνε ή να της ζητήσει το τηλέφωνό της για να μπορεί να την πάρει. Ο νέος δέχτηκε πως η μητέρα του, για άλλη μια φορά, είχε δίκιο. Μπορούσε να επιστρέψει, αλλά όχι σε μια εβδομάδα, την επόμενη μέρα!
Αυτή τη φορά ανακάτεψε κάτι ράφια κάνοντας λίγο πως ψάχνει κάτι σπάνιο, για να βρει την ευκαιρία να την κοιτάξει. Του φάνηκε ακόμα πιο όμορφη από την προηγούμενη μέρα. Όταν πήγε πιο κοντά, εκείνη φάνηκε να τον αναγνωρίζει, γιατί με ένα χαμόγελο τον πλησίασε και του είπε:
- ''Γεια …μπορώ να βοηθήσω?''
Ο Μαρκ αισθάνθηκε να κοκκινίζει και αυτό τον έκανε να ντραπεί. Έβηξε, ξεροκατάπιε ξανά και τελικά είπε:
- ''Αυτό το cd''
- ''Και άλλο δώρο …Για σένα?'' είπε η νεαρή, καθώς ο Μαρκ ανακάλυπτε ένα ταμπελάκι με το όνομά της, Τζένιφερ, και χαιρόταν που τον είχε θυμηθεί.
- ''Ναι παρακαλώ…'' απάντησε μαγεμένος. Για άλλη μια φορά, η ιεροτελεστία θαυμασμού της πλάτης της κοπέλας, καθώς εκείνη τύλιγε το χαρτί και την κορδέλα του αμπαλάζ. Για άλλη μια φορά, το ελάχιστο άγγιγμα των δαχτύλων της, καθώς της έδινε την πιστωτική κάρτα. Για άλλη μια φορά οι ματιές τους συναντήθηκαν φευγαλέα και, κυρίως, για άλλη μια φορά, η δειλία και η ντροπή του τον ανάγκασαν να μείνει σιωπηλός.
Έτσι ο Μαρκ συνέχισε να πηγαίνει στο δισκοπωλείο δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, κάθε φορά ελπίζοντας πως θα τολμούσε να της μιλήσει. Αλλά, κάθε φορά, αφού αγόραζε ένα cd τυλιγμένο με πολύχρωμα χαρτιά και όλο και πιο φανταχτερές κορδέλες, έφτανε σπίτι και το φύλαγε στην ντουλάπα του δωματίου του χωρίς καν να το ανοίξει, σαν σύμβολο της ατολμίας του.
Μέχρι που, μια μέρα, ο νέος πήρε μια απόφαση. Εκείνη τη φορά θα της μιλούσε, θα έπαιρνε το ρίσκο, θα τολμούσε να ζήσει την απόρριψή της. Άλλωστε, όπως έλεγε η μητέρα του, δεν είχε τίποτα να χάσει και πολλά να κερδίσει. Ο Μαρκ δεν αισθανόταν καλά εκείνες τις μέρες. Μερικά δέκατα έδειχναν πως κάποιο νέο μικρόβιο τον ενοχλούσε. Τη Δευτέρα θα πήγαινε να επισκεφτεί το Δρ. Σκόρο.
Όπως κάθε Σάββατο, το εμπορικό κέντρο ήταν γεμάτο κόσμο. Ο Μαρκ περιπλανήθηκε άσκοπα περιμένοντας να περάσει η ώρα και μετά, όταν όλοι άρχισαν να φεύγουν, μπήκε στο δισκοπωλείο και πήγε κατευθείαν στην Τζένιφερ. Εκείνη τον είδε να έρχεται και χαμογέλασε.
- ''Ηθελα …'' άρχισε.
- ''Ναι?'' είπε αυτή.
- ''Ηθελα αυτό το cd…'' είπε για άλλη μια φορά, με μια άγνωστη θήκη στο χέρι.
- ''Φυσικά'' είπε η Τζένιφερ. Και χωρίς να ρωτήσει, πήγε στον πάγκο του αμπαλάζ για να το τυλίξει για δώρο. Ο Μαρκ αναθεμάτισε σιωπηλά τον εαυτό του. Αλλά, πριν η Τζένιφερ γυρίσει να του δώσει το cd, τόλμησε να κάνει κάτι. Πήρε ένα μπλοκ αποδείξεων που έγραφε επάνω το όνομα της κοπέλας και έγραψε χωρίς εκείνη να τον πάρει είδηση:
- ''Γεια, με λένε Μαρκ. Μένω εδώ. Θα ήθελα πολύ να πάμε να πιούμε κάτι και να μιλήσουμε. Αυτό είναι το τηλέφωνό μου.''
Και αφού το έγραψε, έκλεισε το μπλοκ και πλήρωσε φεύγοντας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Τη Δευτέρα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού του.
Η μητέρα το σήκωσε.
- ''Ναι?''
- ''Γεια σας, είμαι η Τζένιφερ, μπορώ να μιλήσω με το Μαρκ παρακαλώ?''
Ακολούθησε μια μακριά σιωπή στη γραμμή, μέχρι που η μητέρα να ξαναβρεί την ανάσα της και να απαντήσει:
- ''Λυπάμαι Τζένη …ο Μαρκ πέθανε χτες.''
Ίσως επειδή δεν υπήρξαν άλλες πωλήσεις εκείνη τη μέρα ή επειδή τις Κυριακές η Τζένιφερ είχε ρεπό, το αποτέλεσμα ήταν να βρει το σημείωμα του Μαρκ, όταν ήταν πια αργά.
Η μητέρα έκλεισε το τηλέφωνο κλαίγοντας. Και χωρίς κανένα λόγο πήγε μέχρι το άδειο πια για πάντα  υπνοδωμάτιο του γιου της. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τη στοίβα με τα τυλιγμένα cd στο πρώτο ράφι. Από περιέργεια ή χωρίς κανένα λόγο άνοιξε το πρώτο από κάτω για να δει τι είχε μέσα. Πάνω στο cd ήταν κολλημένο ένα σημείωμα που έλεγε:
- ''Γεια, είμαι η Τζένιφερ. Είμαι καινούργια στην πόλη. Δεν έχω κανένα φίλο, θα ήθελες να πιείς κάτι μαζί μου…?''
Η μητέρα άνοιξε τα υπόλοιπα cd.
Καθένα από αυτά είχε κολλημένο ένα σημείωμα που η Τζένη είχε γράψει χωρίς να βλέπει ο Μαρκ και είχε κρύψει κάτω από το περιτύλιγμα. Πιθανότατα με τον ίδιο φόβο της απόρριψης, όπως και ο γιος της. Μάλλον χωρίς να τολμήσει ούτε αυτή να πάρει το ρίσκο.

- ''Εχεις δυο μάτια  πολύ όμορφα και βλέμμα θλιμμένο. Δε θέλεις να βρεθούμε να μιλήσουμε?''

- ''Με λένε Τζένιφερ και θέλω πραγματικά να σε γνωρίσω…''

- ''Γεια, είμαι η Τζένιφερ, δε θέλεις να γίνουμε φίλοι...?''



 Χόρχε Μπουκάι - Βασίσου πάνω μου

1 σχόλιο:

  1. Ρε συ Βασίλη, γιατί μας το κάνεις αυτό; Χάθηκαν οι ιστορίες με happy end.

    Να είσαι καλά, μας έφτιαξες τη μέρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή